Αυτή είναι η περιουσία των Ελλήνων: Πόσα διαθέτουν σε ακίνητα και μετρητά

Η αύξηση στην αξία της περιουσίας των ελληνικών νοικοκυριών και των ιδιοκτητών ακινήτων είναι σημαντική και αντικατοπτρίζει μια σταθεροποίηση ή ακόμα και ανάκαμψη στην οικονομία.

Αυτή είναι η περιουσία των Ελλήνων: Πόσα διαθέτουν σε ακίνητα και μετρητά

Ωστόσο δεν αποτελεί πάντοτε πραγματική ένδειξη για την πραγματική κατάσταση της οικονομίας. Επιπλέον, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι επηρεάζει την κοινωνική ανισότητα και την κατανομή του πλούτου.

Οι κάτοικοι  του λεκανοπεδίου της Αττικής και της Θεσσαλονίκης έχουν τα πιο ακριβά ακίνητα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει, επίσης, η απαλλαγή από την πληρωμή του ΕΝΦΙΑ για ορισμένους ιδιοκτήτες ακινήτων και η έκπτωση του 10%  που επιτυγχάνεται με την ασφάλιση των κατοικιών τους  για σεισμό, πυρκαγιά και πλημμύρα.

Η εξέλιξη της αξίας της ακίνητης περιουσίας αντανακλάται στον φόρο ΕΝΦΙΑ, με την επιβάρυνση να διαφέρει ανά περιοχή και ανά ιδιοκτησία. Είναι ενδιαφέρον να διερευνηθούν οι αιτίες πίσω από τις αυξήσεις και τις μειώσεις στην αξία των ακινήτων σε διάφορες περιοχές, καθώς αυτό μπορεί να αντικατοπτρίζει διαφορετικές οικονομικές και κοινωνικές δυναμικές.

Είναι επίσης σημαντικό να εξεταστεί η διαχείριση του ΕΝΦΙΑ και η διασφάλιση ότι οι φορολογούμενοι που έχουν τις μεγαλύτερες επιβαρύνσεις είναι σε θέση να ανταπεξέλθουν σε αυτές, ενώ παράλληλα να διασφαλίζεται η δίκαιη κατανομή του φόρου σε όλους τους φορολογούμενους.

Τα στοιχεία δείχνουν ότι η αξία των ακινήτων στις δύο αυτές περιφέρειες αυξήθηκε κατά 26,5% αγγίζοντας τα 509,5 δισ. ευρώ από 402,7 δισ. ευρώ που ήταν το 2020. Ωστόσο, ο φόρος που πλήρωσαν είναι ελαφρύτερος κατά 8,1% στο 1,5 δισ. ευρώ. Στη μέση της πυραμίδας βρίσκεται η Κρήτη με αξία ακινήτων 41,4 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 5,3 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020 και ακολουθεί η Θεσσαλία με σπίτια, οικόπεδα και χωράφια συνολικής φορολογητέας αξίας 33 δισ. ευρώ από 29,8 δισ. ευρώ το 2020 , η περιφέρεια της Πελοποννήσου με πλούτο ακινήτων 31,5 δισ. ευρώ και το Νότιο Αιγαίο με 25,6 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα οι πιο φτωχές περιφέρειες είναι η Δυτική Μακεδονία με ακίνητα αξίας 10,1 δισ. ευρώ και το Βόρειο Αιγαίο με 11,3 δισ. ευρώ από 9,4 δισ. ευρώ που ήταν το 2020.

Από την επεξεργασία των στοιχείων της ΑΑΔΕ, προκύπτει ότι 7.159.164 φυσικά και νομικά πρόσωπα έλαβαν εκκαθαριστικό ΕΝΦΙΑ και από αυτούς 991.860 ιδιοκτήτες ακινήτων απαλλάχθηκαν από την πληρωμή του φόρου ενώ έκπτωση στον λογαριασμό έως 10% κέρδισαν 215.171 φορολογούμενοι με ασφαλισμένες κατοικίες για σεισμό, πυρκαγιά και πλημμύρα. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν 6.167.30 φυσικά και νομικά πρόσωπα ανέρχεται συνολικά σε 2,286 δισ. ευρώ.

Αναλυτικότερα η αξία της ακίνητης περιουσίας και ο λογαριασμός του ΕΝΦΙΑ ανά περιφέρεια διαμορφώνονται ως εξής:

  • Στην Αττική η αξία της ακίνητης περιουσίας που κατέχουν 2.226.723 φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις ανέρχεται σε 409 δισ. ευρώ και ο φόρος που θα πληρώσουν σε 1,2 δισ. ευρώ δηλαδή το 53% του συνολικού ΕΝΦΙΑ.
  • Στην Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης 337.700 φορολογούμενοι διαθέτουν ακίνητη περιουσία 23,7 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 74,77 εκατ. ευρώ. Ωστόσο ο λογαριασμός είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με τα 86,4 εκατ. ευρώ που πλήρωσαν το 2020 και για μικρότερης αξίας ακίνητα (21,4 δισ. ευρώ).
  • Στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου 127.424 ιδιοκτήτες κατέχουν ακίνητη περιουσία αξίας 11,34 δισ. ευρώ. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 33,3 εκατ. ευρώ από 33 εκατ. ευρώ το 2023 και 39,4 εκατ. ευρώ το 2020.
  • Στην Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας 354.111 κατέχουν ακίνητη περιουσία 28,5 δις. ευρώ. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 83,89 εκατ. ευρώ από 100 εκατ. ευρώ που είχε βεβαιωθεί το 2020 για ακίνητα συνολικής αξίας 24,4 δισ. ευρώ.
  • Στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας 160.858 διαθέτουν ακίνητη περιουσία 10,16 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται σε 34,23 εκατ. ευρώ από 34 εκατ. ευρώ πέρυσι και 40,4 εκατ. ευρώ το 2020.
  • Στην Περιφέρεια Ηπείρου 184.026 ιδιοκτήτες έχουν ακίνητη περιουσία 17,5 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 3,1 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν φέτος ανέρχεται στο ποσό των 43,7 εκατ. ευρώ από 43,5 εκατ. ευρώ πέρυσι και 51,3 εκατ. ευρώ το 2020.
  • Στην Περιφέρεια Θεσσαλίας 400.846 φορολογούμενοι διαθέτουν ακίνητη περιουσία 33 δισ. ευρώ. Ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν, ανέρχεται σε 96,33 εκατ. ευρώ και είναι μειωμένος κατά 1,4 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με πέρυσι εξαιτίας των απαλλαγών λόγω φυσικών καταστροφών.
  • Στην Περιφέρεια Ιονίων Νήσων 139.556 διαθέτουν ακίνητη περιουσία 16,36 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν είναι αισθητά μειωμένος σε σχέση με το 2023 και ανέρχεται στο ποσό των 48,63 εκατ. ευρώ.
  • Στην Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας 1.061.286 φορολογούμενοι κατέχουν ακίνητη περιουσία 100,1 δισ. ευρώ με το ποσό του φόρου να ανέρχεται σε 292,99 εκατ. ευρώ.
  • Στην Περιφέρεια Κρήτης 364.000 κατέχουν ακίνητη περιουσία αξίας 41,46 δισ. ευρώ και καλούνται να πληρώσουν φόρο ύψους 122 εκατ. ευρώ.
  • Στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου 176.999 διαθέτουν ακίνητη περιουσία 25,62 δισ. ευρώ και ο φόρος που καλούνται να πληρώσουν ανέρχεται στο ποσό των 78,84 εκατ. ευρώ.
  • Στην Περιφέρεια Πελοποννήσου 346.765 κατέχουν ακίνητη περιουσία 31,55 δις. ευρώ από 26,3 δισ. ευρώ το 2020 με το φόρο να φθάνει τα 93,9 εκατ. ευρώ.
  • Στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας 287.010 φορολογούμενοι έχουν ακίνητη περιουσία αξίας 22,99 δισ. ευρώ αυξημένη κατά 2,55 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2020 και καλούνται να πληρώσουν 70 εκατ. ευρώ φόρο.

Τα μετρητά των νοικοκυριών

Η αύξηση των καταθέσεων των νοικοκυριών αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την ελληνική οικονομία, αντανακλώντας την ανάκαμψη και την αυξανόμενη εμπιστοσύνη στο τραπεζικό σύστημα. Η πολιτική σταθερότητα και η επανακτηθείσα εμπιστοσύνη συμβάλλουν στην αύξηση του καταθετικού πλούτου των νοικοκυριών, ενισχύοντας έτσι την οικονομική ανάκαμψη.

Είναι ενθαρρυντικό το γεγονός ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών προσέφεραν σχεδόν ολόκληρη την αύξηση του καταθετικού πλούτου το 2023. Αυτό υποδεικνύει τη σταθερότητα και την αντοχή των νοικοκυριών απέναντι στις οικονομικές προκλήσεις, όπως ο πληθωρισμός και η αύξηση των καταναλωτικών αναγκών.

Τα δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι καταθέσεις των νοικοκυριών διατήρησαν υψηλά επίπεδα σε σχέση με το ΑΕΠ, και αυτό έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομική σταθερότητα και τη δυνατότητα χρηματοδότησης για ανάγκες και επενδύσεις.

Τέλος, η επιβράδυνση της ανόδου των καταθέσεων των νοικοκυριών σε συνδυασμό με την αύξηση των καταθέσεων διάρκειας προσδίδει επιπλέον ποικιλία και ευελιξία στη διαχείριση των κεφαλαίων, ενισχύοντας την οικονομική ανθεκτικότητα των νοικοκυριών.

Όσον αφορά στα μετρητά, στο τέλος του 2023, οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) έφτασαν στα 194,8 δισ. ευρώ, καταγράφοντας σωρευτική αύξηση κατά 5,8 δισ. ευρώ, έναντι αύξησης κατά 8 δισ. ευρώ το 2022. Μάλιστα, την περυσινή χρονιά, η αύξηση των καταθέσεων προήλθε σχεδόν εξ ολοκλήρου από τα νοικοκυριά, καθώς οι καταθέσεις τους αυξήθηκαν κατά 5 δισ. ευρώ, έναντι αύξησης κατά 5,4 δισ. ευρώ το 2022. Πράγμα που σημαίνει ότι πληθωρισμός και αύξηση των καταναλωτικών αναγκών δεν κατάφεραν να ανακόψουν την αύξηση των καταθέσεων παρά το ότι ο ρυθμός της αύξησής τους επιβραδύνθηκε σε σχέση με το 2022. Σημειώνεται ότι σε αντίθεση με τις καταθέσεις των νοικοκυριών, οι καταθέσεις των επιχειρήσεων αυξήθηκαν μόλις κατά 0,3 δισ. ευρώ το 2023, έναντι αύξησης κατά 3,5 δισ. ευρώ το 2022.

Η πολιτική σταθερότητα, η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, η εμπιστοσύνη στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας ενισχύουν τον καταθετικό πλούτο των ελληνικών νοικοκυριών. Μάλιστα, όπως επισημαίνεται στην έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για το 2023, αν και ο ετήσιος ρυθμός ανόδου τους σημείωσε επιβράδυνση (μέσος όρος έτους 2023: 3,6%, έναντι 4,4% το 2022) και διαμορφώθηκε σε 3,5% τον Δεκέμβριο του 2023, εφόσον ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του πληθωρισμού, το 2023 ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων των νοικοκυριών σε πραγματικούς όρους υποδεικνύει μικρότερη υποχώρηση σε σύγκριση με το 2022 (μέσος όρος έτους 2023: -0,6%, έναντι -4,9% το 2022), καθώς τον Νοέμβριο του 2023, αλλά και την περίοδο Ιουνίου- Σεπτεμβρίου 2023. Συνολικά ο λόγος των ιδιωτικών καταθέσεων προς το ΑΕΠ, παρά την μικρή αποκλιμάκωση, παραμένει σε υψηλά επίπεδα (Δεκέμβριος 2023: 88,4%, έναντι 91,3% το Δεκέμβριο του 2022), ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα προ της πανδημίας επίπεδα (Δεκέμβριος 2019: 78,1%).

Το γεγονός ότι οι αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ πέρασαν το 2022 και 2023 σε μικρότερο βαθμό στις καταθέσεις από ό,τι στα δάνεια, ενίσχυσε το 2023 την στροφή των καταθετών σε εναλλακτικές τοποθετήσεις, όπως τα έντοκα γραμμάτια του Ελληνικού Δημοσίου και τα μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που προσέφεραν αισθητά υψηλότερες αποδόσεις.

Διακρίνοντας τις καταθέσεις με βάση τον βαθμό ρευστότητας, η επιβράδυνση της ανόδου των ιδιωτικών καταθέσεων (μέσος όρος 2023: 3,2%, έναντι 6,3% το 2022) προήλθε από τις καταθέσεις διάρκειας μίας ημέρας (ταμιευτήριο). Αντίθετα, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων με συμφωνημένη διάρκεια (προθεσμίας) έγινε ξανά θετικός τον Φεβρουάριο του 2023, μετά από τριάμισι χρόνια, και στη συνέχεια επιταχύνθηκε, αντανακλώντας κυρίως την πορεία του υπολοίπου των καταθέσεων προθεσμίας των νοικοκυριών (μέσος όρος έτους 2023: 32%, έναντι -24,2% το 2022). Σημειώνεται ότι ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των καταθέσεων προθεσμίας των επιχειρήσεων παρέμεινε θετικός και ιδιαίτερα υψηλός σε όλη τη διάρκεια του 2023 (μέσος όρος 2023: 84,8%, έναντι 9,3% το 2022).

Ψήφος εμπιστοσύνης στο Ταμιευτήριο

Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι το 74% των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα εξακολουθεί να τηρείται σε λογαριασμούς διάρκειας μίας ημέρας (ταμιευτήριο).

Οι καταθέσεις μέχρι 1.000 ευρώ που αποτελούν το 72,5% των συναλλαγών με τις τράπεζες αντιπροσωπεύουν μια σημαντική ποσότητα, που πιθανώς αποτελεί το μέρος των καταθέσεων που τα νοικοκυριά θεωρούν απαραίτητο να είναι άμεσα διαθέσιμο για καθημερινές ανάγκες ή έκτακτες δαπάνες.

Οι παρατηρήσεις αυτές αποτυπώνουν τον επιδεινούμενο πληθωρισμό και την αβεβαιότητα που αισθάνονται τα νοικοκυριά καθώς επιδιώκουν να διασφαλίσουν τη ρευστότητα των κεφαλαίων τους και να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε οικονομική αβεβαιότητα. Επίσης, αναδεικνύεται η ανάγκη για περαιτέρω προσεκτική διαχείριση των οικονομικών πόρων προκειμένου να διασφαλιστεί η οικονομική ασφάλεια και σταθερότητα των νοικοκυριών.

Τα ίδια στοιχεία δείχνουν ότι ο καταθετικός πλούτος των νοικοκυριών στις τράπεζες δεν ξεπερνάει στην πλειοψηφία του τα 50.000 ευρώ, αφού στην πίτα των καταθέσεων, ποσοστό 12,4% των καταθετών έχουν καταθέσεις από 1.001 μέχρι 5.000 ευρώ και ποσοστό 13% καταθέσεις από 5.001 μέχρι 50.000 ευρώ. Ποσοστό μόλις 1,4% των καταθετών διατηρεί λογαριασμούς από 50.001 μέχρι 100.000 ευρώ και μόλις 0,7% πάνω από 100.000.

Βλέποντας την εικόνα της κατανομής των καταθέσεων στις τράπεζες, οι καταθέσεις του χιλιάρικου τις οποίες διαθέτει το 72,5% των καταθετών, αντιστοιχούν ποσοτικά μόλις στο 1,4% των καταθέσεων των τραπεζών. Και αυτό μπορεί να ερμηνεύσει το γιατί οι τράπεζες δεν ενδιαφέρθηκαν να δώσουν υψηλότερα επιτόκια στους λογαριασμούς ταμιευτηρίου, οι οποίοι έχουν μεν μάζα, αλλά όχι και ειδικό βάρος που να επιτρέπει στους κατόχους τους να διαπραγματευθούν καλύτερα επιτόκια.

Η υπόλοιπη ποσοτική κατανομή καταθέσεων στις τράπεζες δείχνει ότι ποσοστό 5,1% καλύπτουν οι καταθέσεις από 1.001 μέχρι 5.000 ευρώ, ενώ ποσοστό 35,7% είναι οι καταθέσεις από 5.001 μέχρι 50.000 ευρώ. Το ποσοστό των καταθέσεων από 50.001 μέχρι 100.000 ευρώ υποχωρεί στο 15,7%, ενώ ποσοστό 42% στην κατανομή ανά τράπεζα είναι οι καταθέσεις άνω των 100.000 ευρώ.