Ανατροπή με το πράσινο τιμολόγιο – Τι θα πληρώσουμε τον Μάιο

Η ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές συνεχίζει να γίνεται φθηνότερη, και αυτή η τάση φαίνεται πως θα έχει άμεσες θετικές επιπτώσεις στους λογαριασμούς των καταναλωτών μέσα στον Μάιο.

Ανατροπή με το πράσινο τιμολόγιο - Τι θα πληρώσουμε τον Μάιο

Οι τιμές στη χονδρεμπορική αγορά καταγράφουν διαρκή υποχώρηση, κάτι που αντικατοπτρίζεται άμεσα στα λεγόμενα «πράσινα» τιμολόγια, δηλαδή εκείνα που βασίζονται κυρίως στην ενέργεια από φωτοβολταϊκά και ανεμογεννήτριες.

Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία του Απριλίου, η μέση τιμή χονδρεμπορικής πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας διαμορφώθηκε στα 99,49 ευρώ ανά μεγαβατώρα (MWh), γεγονός που σηματοδοτεί μείωση της τάξης του 6% σε σχέση με τον Μάρτιο. Αυτή η εξέλιξη, σε συνδυασμό με τις προβλέψεις που υποδηλώνουν περαιτέρω κάμψη ως το τέλος του μήνα, προδιαγράφει ευνοϊκές συνθήκες για μειωμένες τιμές στους τελικούς λογαριασμούς των οικιακών και επαγγελματικών καταναλωτών.

Παράγοντες που ευνοούν τη μείωση του κόστους

Η εικόνα που σχηματίζεται από τα πρώτα διαθέσιμα δεδομένα του Απριλίου δείχνει ότι η τάση πτώσης στις τιμές έχει σταθερή δυναμική. Οι μετεωρολογικές συνθήκες παίζουν καταλυτικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση. Με τις ημέρες να χαρακτηρίζονται από υψηλά επίπεδα ηλιοφάνειας και τις θερμοκρασίες να παραμένουν ήπιες, η παραγωγή από φωτοβολταϊκά φτάνει σε υψηλά επίπεδα, ενώ μειώνονται και οι ανάγκες για ενεργοβόρες λύσεις θέρμανσης ή ψύξης.

Η ταυτόχρονη μείωση της ζήτησης και η αύξηση της «πράσινης» προσφοράς δημιουργούν τις προϋποθέσεις για συνεχιζόμενη αποκλιμάκωση των τιμών, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τους προμηθευτές ενέργειας, οι οποίοι αναπροσαρμόζουν ήδη τα τιμολόγιά τους.

Ανανεώσιμες πηγές στο επίκεντρο της ηλεκτροπαραγωγής

Ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο που προκύπτει από την ανάλυση της αγοράς κατά τον Απρίλιο είναι η ενισχυμένη παρουσία των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΑΠΕ) στο ενεργειακό ισοζύγιο της χώρας. Μέχρι τα μέσα του μήνα, σχεδόν το 50% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας προερχόταν από πηγές όπως η ηλιακή και η αιολική ενέργεια.

Αυτός ο σημαντικός βαθμός διείσδυσης όχι μόνο επιβεβαιώνει την αυξανόμενη αξία των καθαρών μορφών ενέργειας, αλλά και υποδεικνύει ότι όσο αυξάνεται η συμμετοχή τους, τόσο μειώνεται η ανάγκη για πιο ακριβά και ρυπογόνα καύσιμα όπως το φυσικό αέριο ή ο λιγνίτης. Ταυτόχρονα, η προσφορά ενέργειας καθίσταται πιο σταθερή και οικονομικά συμφέρουσα, ειδικά όταν οι καιρικές συνθήκες ευνοούν την παραγωγή από ΑΠΕ.

Απρίλιος: Ένας μήνας με ξεκάθαρη πτωτική τάση στις τιμές

Η καθοδική πορεία των τιμών αποτυπώνεται με σαφήνεια και στα λιανικά τιμολόγια. Τον Απρίλιο, η μέση τιμή λιανικής ενέργειας διαμορφώθηκε στα 14,7 λεπτά ανά κιλοβατώρα (kWh), σημαντικά μειωμένη σε σχέση με τα 19 λεπτά του Μαρτίου. Η διαφορά αυτή, που αγγίζει τα 4,3 λεπτά ανά kWh, συνεπάγεται μείωση σχεδόν 23% σε μηνιαία βάση.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι τιμές που προσφέρουν σήμερα οι πάροχοι κινούνται μεταξύ 10,4 και 17,4 λεπτών ανά kWh, ενώ τον προηγούμενο μήνα το εύρος τιμών ξεκινούσε από τα 15,48 και έφτανε έως τα 25 λεπτά πριν υπολογιστεί η κρατική επιδότηση. Με την κρατική ενίσχυση του 1,5 λεπτού ανά kWh, η καθαρή τιμή του Μαρτίου υποχωρούσε στα 17,7 λεπτά, γεγονός που αναδεικνύει ακόμα περισσότερο τη μείωση του Απριλίου, που ξεπερνά το 17%.

Το φυσικό αέριο και οι προκλήσεις που φέρνει

Παρά την αισιόδοξη εικόνα για τις ανανεώσιμες πηγές και τη μείωση των τιμών, το φυσικό αέριο εξακολουθεί να αποτελεί αστάθμητο παράγοντα για την ενεργειακή αγορά. Όταν η συμμετοχή του φυσικού αερίου στην ηλεκτροπαραγωγή αυξάνεται, οδηγεί συχνά σε σημαντική άνοδο των τιμών χονδρικής.

Αν και η γενικότερη εποχική τάση είναι οι τιμές να μειώνονται κατά την άνοιξη, η συνεχιζόμενη εξάρτηση από ακριβό φυσικό αέριο εντείνει τη μεταβλητότητα. Η τιμή του εξακολουθεί να βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα συγκριτικά με τα προ κρίσης δεδομένα, καθιστώντας το σύστημα ευάλωτο σε εξωγενείς διακυμάνσεις, όπως γεωπολιτικές εντάσεις ή δυσμενείς καιρικές συνθήκες σε άλλες χώρες.

Προοπτικές για ένα πιο σταθερό ενεργειακό μέλλον

Αν και η παρούσα κατάσταση της αγοράς χαρακτηρίζεται από αστάθεια, υπάρχει φως στον ορίζοντα. Από τα μέσα του 2026, η έναρξη λειτουργίας μεγάλων μονάδων αποθήκευσης ενέργειας με μπαταρίες αναμένεται να προσφέρει μία σταθερότερη διαχείριση της παραγωγής από ΑΠΕ. Αυτή η τεχνολογική εξέλιξη θα δώσει τη δυνατότητα αποθήκευσης πλεονάζουσας ενέργειας και αξιοποίησής της όταν η ζήτηση το απαιτεί.

Επιπλέον, σε βάθος χρόνου, προγραμματίζονται μεγάλες επενδύσεις σε υποδομές όπως η αντλησιοταμίευση – μια μέθοδος που επιτρέπει την αποθήκευση ενέργειας με υδάτινες δεξαμενές – και η ενίσχυση των διεθνών ηλεκτρικών διασυνδέσεων. Αν και πρόκειται για έργα που χρειάζονται χρόνια για να ολοκληρωθούν, θεωρούνται απαραίτητα για τη μακροπρόθεσμη ενεργειακή σταθερότητα και αυτονομία της χώρας.