Ελαιόλαδο: Τεράστια ανατροπή στην τιμή του

Η τιμή του ελαιολάδου έχει γίνει αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος στην Ελλάδα, καθώς οι συνεχείς αυξήσεις επηρεάζουν άμεσα τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και την αγροτική οικονομία. Με την κλιματική κρίση να επηρεάζει αρνητικά την παραγωγή και τις διεθνείς αγορές να αναζητούν ισορροπία, η ανάγκη για αποτελεσματικές λύσεις είναι πιο επιτακτική από ποτέ.

Ελαιόλαδο: Τεράστια ανατροπή στην τιμή του

Η καταπολέμηση της ακρίβειας στα τρόφιμα, με ιδιαίτερη έμφαση στο ελαιόλαδο, είναι η πρώτη προτεραιότητα του νέου υπουργού Ανάπτυξης, Τάκη Θεοδωρικάκου. Το ελαιόλαδο, ως βασικό στοιχείο της διατροφής και της οικονομίας, έχει δει τις τιμές του να εκτινάσσονται στα ύψη, γεγονός που επιβαρύνει τους καταναλωτές και τους παραγωγούς.

Σύμφωνα με πρόσφατες αναφορές, η τιμή του ελαιολάδου στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 67% από την αρχή του 2023, μια από τις υψηλότερες αυξήσεις στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου η μέση αύξηση είναι 50%​​. Η ξηρασία και οι ακραίες καιρικές συνθήκες που έπληξαν την Ισπανία και άλλες χώρες παραγωγής ελαιολάδου έχουν δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην παγκόσμια προσφορά, προκαλώντας αυξήσεις στις τιμές​​.

Η Ελλάδα, αν και κατάφερε να αυξήσει την παραγωγή της κατά 50% το 2022, είδε την παραγωγή της να μειώνεται δραματικά το 2023-2024 λόγω της κλιματικής κρίσης, οδηγώντας σε περαιτέρω αύξηση των τιμών​​. Αυτή η αύξηση τιμών έχει οδηγήσει σε μειώσεις στην κατανάλωση ελαιολάδου, με τους καταναλωτές να στρέφονται σε εναλλακτικά φυτικά έλαια που είναι πιο οικονομικά​​.

Οι συναντήσεις του υπουργείου με φορείς του κλάδου έχουν στόχο να βρεθούν λύσεις για την αυξανόμενη τιμή του ελαιολάδου. Εξετάζονται παραδείγματα από άλλες χώρες και αναζητούνται τρόποι για να εξισορροπηθεί η αγορά και να μειωθεί η τιμή​​.

Η κλιματική αλλαγή παίζει κρίσιμο ρόλο στη μείωση της παραγωγής. Οι παραγωγοί αντιμετωπίζουν ξηρασία, πυρκαγιές και ακραίες θερμοκρασίες, γεγονός που επηρεάζει την ποσότητα και την ποιότητα του ελαιολάδου​​. Επιπλέον, οι αυξημένες τιμές της ενέργειας και των καυσίμων προσθέτουν στο κόστος παραγωγής, αυξάνοντας περαιτέρω τις τιμές​​.

Τέλος, η κλιματική κρίση και οι οικονομικές συνθήκες έχουν οδηγήσει σε αλλαγές στις καταναλωτικές συνήθειες, με πολλούς να μειώνουν την κατανάλωση ελαιολάδου λόγω των υψηλών τιμών. Αυτές οι εξελίξεις υπογραμμίζουν την ανάγκη για μέτρα που θα εξασφαλίσουν την βιωσιμότητα της παραγωγής ελαιολάδου και την προσιτότητα του προϊόντος στους καταναλωτές​​​​.

Αντίθετα, η καινοτομία και οι νέες τεχνολογίες στον τομέα του ελαιολάδου προσφέρουν ελπίδα για το μέλλον, με παραγωγούς να αναζητούν βιώσιμες λύσεις και νέες μεθόδους καλλιέργειας για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που έρχονται​.

Η τιμή του ελαιολάδου στην Ελλάδα έχει σημειώσει ραγδαία άνοδο το τελευταίο έτος, με μια αύξηση της τάξης του 67%, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι 50%​​​​. Η κύρια αιτία αυτής της αύξησης είναι οι δυσμενείς καιρικές συνθήκες που έχουν επηρεάσει την παραγωγή στις κύριες ελαιοπαραγωγικές χώρες, όπως η Ισπανία και η Ελλάδα​​.

Η παραγωγή ελαιολάδου στην Ελλάδα αντιμετωπίζει επίσης σημαντικές προκλήσεις, με την παραγωγή να μειώνεται κατά 50% σε σύγκριση με πέρυσι​​. Οι αυξημένες τιμές ενέργειας και κόστους παραγωγής προσθέτουν επίσης στην αύξηση της τιμής του ελαιολάδου​​.

Στην Κρήτη, η χονδρική τιμή του ελαιολάδου κυμαίνεται γύρω στα 8,40 ευρώ ανά λίτρο, ενώ η λιανική τιμή μπορεί να φτάσει τα 12 με 15 ευρώ κατά τη διάρκεια του χειμώνα​​. Επιπλέον, το 80% της ελληνικής παραγωγής ελαιολάδου εξάγεται, γεγονός που συμβάλλει στην αύξηση των τιμών στην εγχώρια αγορά​​.

Για την αντιμετώπιση της κατάστασης, οι ελληνικές αρχές εξετάζουν διάφορα μέτρα. Ο νέος υπουργός Ανάπτυξης, Τάκης Θεοδωρικάκος, σχεδιάζει συναντήσεις με φορείς του κλάδου για να βρεθούν λύσεις για την αυξανόμενη τιμή του ελαιολάδου. Εξετάζονται παραδείγματα από άλλες χώρες για την αντιμετώπιση της ακρίβειας και την εξισορρόπηση της αγοράς​​​​.

Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στις ελαιοκαλλιέργειες είναι έντονες, με την ξηρασία και τις πυρκαγιές να μειώνουν την παραγωγή. Οι παραγωγοί χρησιμοποιούν πλέον νέες τεχνολογίες και βιώσιμες πρακτικές για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις αυτές​​​​.

Η παγκόσμια παραγωγή

Η παγκόσμια παραγωγή μειώθηκε έτσι, σύμφωνα με το IOC, από τα 3,42 εκατομμύρια τόνους το 2021-2022, στα 2,57 εκατομμύρια τόνους το 2022-2023, κατέγραψε δηλαδή πτώση περίπου κατά ένα τέταρτο. Και με βάση τα στοιχεία που ανακοινώνονται από τα 37 κράτη μέλη του οργανισμού, η παραγωγή αναμένεται να μειωθεί και πάλι το 2023-2024 στους 2,41 εκατ. τόνους.

Η κατάσταση αυτή έχει προκαλέσει μεγάλη αύξηση των τιμών από 50% ως 70%, ανάλογα με την ποικιλία στη διάρκεια της χρονιάς που πέρασε. Στην Ισπανία, η οποία παρέχει τη μισή από τη συνολική παγκόσμια ποσότητα ελαιολάδου, οι τιμές έχουν μάλιστα τριπλασιασθεί σε σύγκριση με τις αρχές του 2021, προς μεγάλη απογοήτευση των καταναλωτών.

«Η ένταση στις αγορές και η αύξηση των τιμών αποτέλεσαν ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο ‘στρες τεστ’ για τον τομέα μας. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε δει κάτι τέτοιο», διαβεβαίωσε ο Πέδρο Μπαράτο, πρόεδρος του Διεπαγγελματικού Οργανισμού του Ισπανικού Ελαιολάδου.

«Οφείλουμε να προετοιμασθούμε για όλο και πιο περίπλοκα σενάρια για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε την κλιματική κρίση», συνέχισε συγκρίνοντας την κατάσταση που βιώνουν οι ελαιοκαλλιεργητές με τις «αναταράξεις» που πέρασε ο τραπεζικός τομέας στη διάρκεια της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008.

Οι προοπτικές

Εκ των πραγμάτων, οι προοπτικές δεν είναι καθόλου ευχάριστες.

Σήμερα, περισσότερο από το 90% της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου προέρχεται από τη λεκάνη της Μεσογείου. Όμως, σύμφωνα με τη Διακυβερνητική Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων για την Κλιματική Αλλαγή (GIEC), η περιφέρεια αυτή -η οποία περιγράφεται ως «θερμό σημείο» της κλιματικής αλλαγής- θερμαίνεται κατά 20% ταχύτερα από το μέσο όρο.

Είναι μια κατάσταση που θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να πλήξει την παγκόσμια παραγωγή. «Αντιμετωπίζουμε μια ευαίσθητη κατάσταση», εξαιτίας της οποίας πρέπει «να αλλάξουμε τον τρόπο με τον οποίο χειριζόμαστε τα δένδρα και τα εδάφη», συνοψίζει ο Γιώργος Κουμπούρης, ερευνητής στο ελληνικό Ινστιτούτο Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου.

«Η ελιά είναι ένα από τα φυτά που έχουν προσαρμοστεί καλύτερα στο ξηρό κλίμα. Όμως, σε περίπτωση ακραίας ξηρασίας, ενεργοποιεί μηχανισμούς για να προστατευθεί και δεν παράγει πλέον τίποτα. Για να έχει ελιές, χρειάζεται μια ελάχιστη ποσότητα νερού», επιμένει από την πλευρά του ο Χάιμε Λίγιο.

Ποιες λύσεις προωθούνται

Ανάμεσα στις λύσεις που προωθούνται στη Μαδρίτη περιλαμβάνεται η γενετική έρευνα: εδώ και χρόνια, εκατοντάδες ποικιλίες ελαιοδένδρων έχουν δοκιμασθεί για να εντοπισθούν τα είδη που είναι πιο καλά προσαρμοσμένα στην κλιματική αλλαγή, κυρίως ανάλογα με το πότε ανθίζουν.

Ο στόχος είναι να βρεθούν «ποικιλίες που έχουν ανάγκη λιγότερες ώρες ψύχους το χειμώνα και ανθίστανται καλύτερα στο στρες που προκαλείται από την έλλειψη νερού ορισμένες στιγμές-κλειδιά» του χρόνου, όπως την άνοιξη, συνοψίζει ο Χουάν Αντόνιο Πόλο, υπεύθυνος στο COI για τεχνολογικά ζητήματα.

Ο άλλος μεγάλος άξονας των ερευνών των επιστημόνων αφορά την άρδευση, την οποία ο τομέας επιθυμεί να αναπτύξει αποθηκεύοντας νερό της βροχής, ανακυκλώνοντας χρησιμοποιημένα ύδατα ή αφαλατώνοντας το θαλασσινό νερό, ενώ παράλληλα θα βελτιώσει την «αποδοτικότητά» της.

Αυτό σημαίνει εγκατάλειψη της «επιφανειακής άρδευσης» και γενίκευση των «συστημάτων σταγόνας», που κατευθύνουν το νερό «απ’ ευθείας στις ρίζες των δένδρων» και επιτρέπουν να αποφεύγεται η σπατάλη, επιμένει ο Κώστας Χαρτζουλάκης του ελληνικού Ινστιτούτου Ελιάς, Υποτροπικών Φυτών και Αμπέλου.

Για την προσαρμογή στα νέα κλιματικά δεδομένα, εξετάζεται και μια τρίτη, πιο ριζοσπαστική λύση: να εγκαταλειφθεί η παραγωγή σε ορισμένα εδάφη, τα οποία μπορεί να μην είναι πια κατάλληλα επειδή θα έχουν γίνει υπερβολικά ερημικά, και να αναπτυχθεί σε άλλα.

Το φαινόμενο αυτό «έχει ήδη αρχίσει», αν και σε μικρή κλίμακα, με την εμφάνιση «νέων φυτειών» σε περιφέρειες που ήταν μέχρι τώρα ξένες στην καλλιέργεια της ελιάς, διευκρινίζει ο Χάιμε Λίγιο, ο οποίος δηλώνει «αισιόδοξος» για το μέλλον, παρά τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο τομέας.

«Χάρη στη διεθνή συνεργασία, λίγο-λίγο θα βρούμε τις λύσεις», υπόσχεται.

Εν κατακλείδι, η κατάσταση στην αγορά ελαιολάδου παραμένει κρίσιμη, με τις αυξημένες τιμές να επηρεάζουν τόσο τους παραγωγούς όσο και τους καταναλωτές, καθιστώντας απαραίτητη τη λήψη άμεσων και αποτελεσματικών μέτρων.