Ελληνική οικονομία: Τα νέα δεν είναι πολύ ευχάριστα

Οι πολιτικοί πρέπει να δείξουν ότι μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτές τις προκλήσεις και να προσφέρουν λύσεις που θα βελτιώσουν την κατάσταση για τους πολίτες. Είναι σημαντικό να υπάρξει συνεχής προσοχή σε αυτά τα οικονομικά ζητήματα, ανεξαρτήτως πολιτικών εκλογών.

Ελληνική οικονομία: Τα νέα δεν είναι πολύ ευχάριστα

Ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τις ευρωεκλογές ωστόσο τα οικονομικά ζητήματα παραμένουν στο επίκεντρο των ανησυχιών των πολιτών. Συγκεκριμένα, ο πληθωρισμός, οι χαμηλές αποδοχές και το υψηλό δημόσιο χρέος είναι προβλήματα που απασχολούν πολλούς ανθρώπους. Η πορεία του Ταμείου Ανάκαμψης είναι επίσης κρίσιμη για την ανάκαμψη της οικονομίας.

Ο πληθωρισμός και η ακρίβεια αποτελούν σημαντικά οικονομικά ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινή ζωή των πολιτών. Η αύξηση των τιμών των τροφίμων, της στέγασης, των υπηρεσιών και άλλων αγαθών και υπηρεσιών δημιουργεί οικονομική πίεση στους καταναλωτές.

Η αύξηση του πληθωρισμού και η διαρκής αύξηση των τιμών καταναλωτικών αγαθών και υπηρεσιών αποτελούν σημαντικό πρόβλημα για τα νοικοκυριά, καθώς επηρεάζουν αρνητικά την αγοραστική τους δύναμη. Οι αυξήσεις αυτές δημιουργούν προβλήματα στην οικονομική σταθερότητα των νοικοκυριών και μπορούν να οδηγήσουν σε αύξηση της φτώχειας και της ανισότητας.

Για την αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων, οι πολιτικοί και οι οικονομικοί φορείς πρέπει να αναζητήσουν πολιτικές λύσεις που θα περιορίσουν τον πληθωρισμό και θα ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Επίσης, είναι σημαντικό να ληφθούν μέτρα για την προστασία των πλέον ευάλωτων κοινωνικών ομάδων που επηρεάζονται περισσότερο από την αύξηση των τιμών.

Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για τον Απρίλιο στην Ελλάδα κινήθηκε στο 3,2% ελαφρώς χαμηλότερα από τον Μάρτιο αλλά σταθερά υψηλότερα (για 7ο μήνα) από τον μέσο της ευρωζώνης που έτρεξε με 2,4%. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι μέσα σε ένα μήνα (από τον Μάρτιο στον Απρίλιο) ο πληθωρισμός αυξήθηκε κατά 1 ποσοστιαία μονάδα. Τα τρόφιμα παραμένουν το βασικό πρόβλημα για την Ελλάδα, καθώς ο πληθωρισμός στην κατηγορία «τρόφιμα, αλκοόλ και καπνός» ανήλθε στο 4,9% (από 4,8% τον Μάρτιο), ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην ευρωζώνη άγγιξε το 2,8% τον Απρίλιο από 2,6% τον Μάρτιο. Η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη μαζί με την Κροατία ακολουθώντας την Μάλτα.

Ας δούμε όμως τι έχει συμβεί κατά την τελευταία 3ετία. Οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 30,26% (μέσος όρος) από τον Απρίλιο του 2021 μέχρι και τον Μάρτιο του 2024, όπως καταγράφεται στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Κατά την ίδια η κατηγορία «Στέγαση» αυξήθηκε κατά 17,26%, η αντίστοιχη «Ξενοδοχεία, καφέ, εστιατόρια» αυξήθηκε κατά 17,59%, ενώ η κατηγορία «Διαρκή αγαθά, είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες» ανατιμήθηκε κατά 15,17%, δείγμα των υψηλών τιμών που διαμορφώνουν ένα οικονομικά ασφυκτικό περιβάλλον για τους πολίτες. Παράλληλα, οι «Μεταφορές» αυξήθηκαν κατά 19,48% και η κατηγορία «Υγεία» κατά 10,31%. Σύμφωνα με όλες τις προβλέψεις διεθνών και εγχώριων αναλυτών ο φετινός πληθωρισμός θα είναι πιο κοντά προς το 3%, κάτι που «πιέζει» τα νοικοκυριά.

Η Ελλάδα στενάζει

Την ίδια στιγμή, οι Έλληνες πολίτες είναι οι 2οι φτωχότεροι σε επίπεδο Ευρώπης αναφορικά με την αγοραστική τους δύναμη, όπως έδειξαν τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat και αναφέρει η ιστοσελίδα ot.gr. Όπως κατέγραψαν και οι FT, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν παρόμοιο με αυτό του μέσου όρου της Ε.Ε. μέχρι το 2009. Από τότε, 10 χώρες έχουν δει το βιοτικό επίπεδο να ξεπερνά αυτό της Ελλάδας. Πλέον, η Ελλάδα είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην Ε.Ε. μετά τη Βουλγαρία και παραμένει ουραγός στην Ευρωζώνη. «Καθώς το χάσμα με τη Βουλγαρία μειώνεται απότομα, δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της Ε.Ε.» επισημαίνουν οι FT. Σήμερα η ελληνική οικονομία είναι κατά 19% μικρότερη από το 2007, παρά την μεγάλη ανάκαμψη μετά την πανδημία, την ώρα που η οικονομία της Ε.Ε. συνολικά αυξήθηκε κατά 17%.

Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν έως και το 2022, τη χρονιά που είναι τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του ΟΟΣΑ, ενώ είναι μειωμένοι κατά 30% από την εποχή πριν την οικονομική κρίση. Αυτό σημαίνει ότι η χώρα έχει έναν από τους μικρότερους μέσους μισθούς ανάμεσα στις ανεπτυγμένες χώρες.

Αντιμέτωπο με τη φτώχεια βρίσκονται σχεδόν 4 στους 10 Έλληνες, την ώρα που οι ανισότητες διευρύνονται.

Σύμφωνα με τη σχετική ανάλυση του ΙΟΒΕ, το κατώτατο 40% του πληθυσμού πλήρωσε το 1,63% των συνολικών φόρων κατά το 2021, όντας στα δυο χαμηλά πεμπτημόρια εισοδήματος, που προσδιορίζονται από εισοδήματα έως 6.098 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι το όριο της φτώχειας, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021, ανήλθε στο ποσό των 5.712 ευρώ ετησίως για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.995 ευρώ για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.

Οι εξαγωγές, οι εισαγωγές και το ισοζύγιο

Η σχέση μεταξύ εξαγωγών και εισαγωγών αγαθών και υπηρεσιών χειροτερεύει. Αν και μέχρι πρόσφατα ο ρυθμός οι εξαγωγές αυξάνονταν ταχύτερα από τις εισαγωγές, το Πρόγραμμα Σταθερότητας που κατέθεσε η κυβέρνηση προβλέπει ότι το 2024 και 2025 θα αυξάνονται στο ίδιο ποσοστό (4,9%). Κάτι τέτοιο αναμένεται να έχει δυσμενείς επιπτώσεις για το έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών , το οποίο παραμένει σε υψηλό επίπεδο.

Αύξηση παρουσίασε τον Φεβρουάριο του 2024 το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2023. Τον Φεβρουάριο του 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε κατά 1,8 δισ. ευρώ σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 3,2 δισ. ευρώ.

Την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2024, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε κατά 41,5 εκατ. ευρώ σε σχέση με το πρώτο δίμηνο του 2023 και διαμορφώθηκε σε 1,5 δισ. ευρώ.

Το υψηλό δημόσιο χρέος

Ζήτημα υπάρχει και με το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίο μπορεί να βαίνει μειούμενο ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά παραμένει σχεδόν αμετάβλητο ως απόλυτο μέγεθος.

Η Ελλάδα θα πρέπει μέχρι το 2034 να έχει μειώσει τον δείκτη χρέους προς ΑΕΠ κάτω από το 100% προκειμένου να μπορέσει να δανειοδοτηθεί με βάση τα επιτόκια που θα ισχύουν όπως εκτιμούν οι αναλυτές. Για το 2024 αναμένεται να συρρικνωθεί εκ νέου το χρέος της γενικής κυβέρνησης στο 152,3% του ΑΕΠ από 160,3% του ΑΕΠ που ήταν το 2023 (δηλαδή 355 δισ. ευρώ σε απόλυτους αριθμούς).

Πάντως, ήδη υπάρχει μείωση. Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023 ο λόγος Χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε από 172,7% το 2022 σε 161,9% το 2023. Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πως η μείωση του λόγου χρέος προς ΑΕΠ οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην μεταβολή του ονομαστικού ΑΕΠ κατά 6,6% ενώ το ονομαστικό χρέος μειώθηκε μόνο κατά 100 εκατ ευρώ.

Η καθυστέρηση στην εκτέλεση του Ταμείου Ανάκαμψης αποτελεί πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες που είναι δικαιούχοι αυτών των κονδυλίων. Η διαφορά μεταξύ των χρόνων δεσμεύσεων, εκταμιεύσεων και πληρωμών μπορεί να δημιουργήσει προβλήματα στην πραγματική οικονομία, καθώς οι επιχειρήσεις και οι φορείς που περιμένουν αυτά τα κονδύλια για επενδύσεις και έργα αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην οικονομική τους δραστηριότητα.

Η ορθή υλοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης είναι κρίσιμη για την ελληνική οικονομία, καθώς αναμένεται να συμβάλει σημαντικά στην ανάκαμψη και την ανθεκτικότητά της. Η υλοποίηση έργων και μεταρρυθμίσεων μέσω αυτού του Ταμείου αναμένεται να δημιουργήσει σημαντική ανάπτυξη στην οικονομία και να συμβάλει στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της. Είναι σημαντικό οι αρμόδιοι φορείς να εργαστούν αποτελεσματικά για την ομαλή υλοποίηση αυτών των προγραμμάτων, προκειμένου να επιτευχθούν οι οικονομικοί στόχοι και να ενισχυθεί η οικονομική ανάπτυξη.